μετασχηματιστής

μετασχηματιστής
Στατική ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη να μεταβιβάζει, αξιοποιώντας το φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, ηλεκτρική ενέργεια εναλλασσόμενου ρεύματος από ένα κύκλωμα σε ένα άλλο, τροποποιώντας μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ρεύματος (τάση ή και ένταση). Ο μ. αποτελείται βασικά από δύο τυλίγματα, καθένα από τα οποία σχηματίζεται από ορισμένο αριθμό σπειρών χάλκινου σύρματος, μονωμένα μεταξύ τους και τοποθετημένα το ένα κοντά στο άλλο κατά τέτοιο τρόπο ώστε, όταν διαρρέονται από ηλεκτρικό ρεύμα, τα μαγνητικά πεδία που παράγονται από αυτά να βρίσκονται σε στενή σύζευξη. Αν εφαρμόσουμε στα άκρα του ενός τυλίγματος (που καλείται στην περίπτωση αυτή πρωτεύον) μια εναλλασσόμενη ηλεκτρική τάση ενεργού τιμής V1 θα κυκλοφορήσει σε αυτό ρεύμα και θα παραχθεί μαγνητική ροή, η οποία με τη σειρά της θα επαγάγει στο άλλο τύλιγμα (που ονομάζεται δευτερεύον και συνδέεται με τα κυκλώματα χρησιμοποίησης της ενέργειας) μια ενεργή τάση V2 (που μετριέται στα άκρα του δευτερεύοντος) ίση προς το γινόμενο της τάσης V1 επί τον λόγο των σπειρών μεταξύ δευτερεύοντος και πρωτεύοντος (V2 = V1 · N2 / N1, όπου Ν2 και N1 παριστούν τον αριθμό των σπειρών του δευτερεύοντος και του πρωτεύοντος αντίστοιχα). Για να αυξηθεί ο συντελεστής μαγνητικής επαγωγής, τα δύο τυλίγματα έχουν περιελιχθεί γύρω από έναν πυρήνα μαλακού σιδήρου υψηλής μαγνητικής διαπερατότητας. Οι μ. κατασκευάζονται σε διάφορους τύπους και διαστάσεις, ανάλογα με την ισχύ και τα χαρακτηριστικά της ηλεκτρικής ενέργειας (τάση, συχνότητα) που οφείλουν να μεταβιβάσουν. Έτσι παραδείγματος χάριν οι διαστάσεις του πυρήνα, για ίδια συχνότητα ηλεκτρικού ρεύματος, είναι ανάλογες της προς μεταβίβαση ισχύος (περνάμε από τους μικρούς μ. για τα κουδούνια με ισχύ ολίγων βατ, στους μεγάλους των ηλεκτρικών υποσταθμών, ικανούς να μεταβιβάσουν ισχύ της τάξηςχιλιάδων κιλοβάτ). Για να πετύχουμε υψηλές αποδόσεις της τάξης των 90-99,5% (η ενέργεια που μετατρέπεται σε θερμότητα, εξαιτίας των απωλειών του μ. αντιστοιχεί σε ένα πολύ μικρό ποσοστό εκείνης που μεταβιβάζεται) είναι αναγκαίο, ιδιαίτερα στους μεγάλους μ., να διασκορπίσουμε την αναπτυσσόμενη θερμότητα. Αυτό επιτυγχάνεται, αν βυθιστεί ο μ. μέσα σε ένα κιβώτιο γεμάτο λάδι, που, εκτός από τον διασκορπισμό της θερμότητας, προσφέρει και μια καλή μόνωση μεταξύ των τυλιγμάτων του μ. Ο μ. χρησιμοποιείται ευρύτατα στις ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές (σε ένα συνηθισμένο ραδιόφωνο, για παράδειγμα, υπάρχουν τέσσερις ή και περισσότεροι μ.). Μια ιδιαίτερα σημαντική εφαρμογή του μ. είναι εκείνη κατά την οποία χρησιμοποιείται για να ανυψωθεί η τιμή της τάσης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από τους εναλλακτήρες ενός ηλεκτροπαραγωγού σταθμού ή για να υποβιβαστεί και να τροφοδοτήσει το δίκτυο διανομής. Αυτό επιτρέπει τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας με πολύ υψηλές τάσεις, περιορίζοντας έτσι τις απώλειες κατά μήκος των γραμμών μεταφοράς. μετασχηματιστής στρεφόμενος ή στρεφόμενος μετατροπέας.Ηλεκτρική μηχανή που έχει την ικανότητα να μετατρέπει το ρεύμα από εναλλασσόμενο σε συνεχές ή αντίθετα, ενώ τροφοδοτείται συνήθως με εναλλασσόμενο ρεύμα για να παραχθεί συνεχές. Ο μ. λειτουργεί ως σύστημα που αποτελείται από δύο μηχανές: έναν κινητήρα, που απορροφά ηλεκτρική ενέργεια από μια γραμμή τροφοδοσίας και παρέχει μηχανική ενέργεια και μια γεννήτρια, η οποία, με τη σειρά της, παράγει συνεχές ρεύμα. Όταν συνδυάσουμε τα ηλεκτρικά τμήματα των δύο μηχανών σε ένα μηχανικό σύστημα, πετυχαίνουμε τον σ.μ., που αποτελείται από κοινό επαγωγέα, τον στάτη, και έναν μόνο δρομέα, ο οποίος φέρει δύο διάφορα τυλίγματα, που αντιστοιχούν το ένα στο τύλιγμα της μηχανής συνεχούς ρεύματος και το άλλο στο τύλιγμα της μηχανής εναλλασσόμενου ρεύματος· οι δύο συλλέκτες, ο ένας με ψήκτρες και ο άλλος με δακτυλίους, βρίσκονται τοποθετημένοι στα δύο άκρα του δρομέα. Το κόστος του σ.μ. είναι πολύ κατώτερο από το κόστος της διάταξης των δύο μηχανών. Εξάλλου η απόδοση του μετασχηματισμού είναι αισθητά βελτιωμένη, γιατί οι απώλειες είναι αυτές που παρατηρούνται σε μια μόνο μηχανή. Ο σ.μ. χρησιμοποιείται πολύ στα εργοστάσια μετατροπής, για να τροφοδοτηθούν με συνεχές ρεύμα οι γραμμές του δικτύου ηλεκτρικής έλξης. Η σύγχρονη τεχνική προτιμά να αντικαθιστά αυτές τις μηχανές με ημιαγωγούς υψηλής ισχύος, όπως διόδους, θυρίστορ (βλ. λ.) κλπ., οι οποίοι διαθέτουν το πλεονέκτημα της απλούστατης ρύθμισης. Τομή ενός τριφασικού μετασχηματιστή: διακρίνονται τα τυλίγματα και οι μονωτήρες, με το ενδιάμεσο των οποίων τα άκρα των τυλιγμάτων συνδέονται με τα εξωτερικά κυκλώματα. Μετασχηματιστής υψηλής τάσης: είναι κλεισμένος μέσα σε ένα κιβώτιο γεμάτο λάδι, που χρησιμεύει για την ψύξη και τη μόνωση του μετασχηματιστή.
* * *
ο [μετασχηματίζω]
1. (γενικά) αυτός που μετασχηματίζει ή μετατρέπει
2. (ηλεκτρολ.) στατική συσκευή ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, με ένα ή περισσότερα τυλίγματα, η οποία χρησιμεύει για τον μετασχηματισμό ενός συστήματος ρευμάτων εναλλασσόμενης τάσης και έντασης σε άλλο σύστημα τάσης και έντασης, τής ίδιας συχνότητας, αλλά γενικά διαφορετικών τιμών, με σκοπό τη μετάδοση ηλεκτρικής ενέργειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετασχηματιστής — ο συσκευή που μετατρέπει μια μορφή ηλεκτρικής ενέργειας σε άλλη: Για να λειτουργήσει ο ενισχυτής χρειάζεται μετασχηματιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλάκτης — ο (Α ἀλλάκτης) [ἀλλάζω] 1. αυτός που ανταλλάσσει κάτι με άλλο, αυτός που πραγματοποιεί ανταλλαγή πραγμάτων (ιδιαίτερα νομισμάτων) με άλλα 2. που έχει με άλλον εμπορικές συναλλαγές, δοσοληψίες 3. (για μηχανήματα) μετατροπέας, μετασχηματιστής …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • αυτομετασχηματιστής — ο μετασχηματιστής ισχύος που έχει ένα συνεχές τύλιγμα με ενδιάμεση λήψη και χρησιμεύει στην εκκίνηση κινητήρων …   Dictionary of Greek

  • μεταλλάκτης — ο [μεταλλάσσω] 1. (επικοιν.) πίνακας τηλεπικοινωνιακού κέντρου, στον οποίο καταλήγουν οι διατάξεις τών τηλεφωνικών ή τηλεγραφικών γραμμών και ο οποίος επιτρέπει τη σύντομη αποκατάσταση τής απευθείας επικοινωνίας μεταξύ δύο συνδρομητών 2.… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • περιστροφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ή ενεργεί με περιστροφή 2. φρ. α) «περιστροφικός κινητήρας» τεχνολ. κινητήρας εσωτερικής καύσης στον οποίο οι θάλαμοι καύσης περιστρέφονται μαζί με τον κινούμενο άξονα και έτσι προκαλούνται πιέσεις στα καυσαέρια, οι… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”